- σκορδαλός
- σκορδαλός, ο και σκορδιαλός, ο και ασκορδαλός, οτο πουλί κορυδαλλός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκορδαλός — ο, ΝΜ, και σκορδαλιός και σκορδιαλός και ασκορδαλός Ν το πτηνό κορυδαλλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κορυδαλ(λ)ός, με ανάπτυξη προθετικού σ και συγκοπή τού υ ] … Dictionary of Greek
Thanassis Skordalos — Infobox Musical artist Name = Thanassis Skordalos el. Θανάσης Σκορδαλός Img capt = Img size = 150 Background = composer Birth name = Alias = Born = birth date|1920|12|10 Origin = flagicon|GRE Crete, Greece Died = death date and… … Wikipedia
σκοροδίζω — Α 1. (ιδίως σχετικά με κοκόρια πριν από κοκορομαχία) ταΐζω με σκόρδο 2. καρυκεύω με σκόρδο 3. μτφ. κάνω κάποιον να θυμώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον. Η μτφ. σημ. τού ρ. «κάνω κάποιον να θυμώσει» οφείλεται στο ότι έδιναν στα κοκόρια σκόρδο πριν από… … Dictionary of Greek